Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πέφτω στο κρασί


Ερμηνεία:

[αποκτώ εξάρτηση από το κρασί, γίνομαι αλκοολικός]  



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Καὶ εχε πέσει ες τὸ κρασ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν., [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: